κυλιέμαι

κυλιέμαι
κυλιέμαι, κυλίστηκα, κυλισμένος βλ. πίν. 173
——————
Σημειώσεις:
κυλιέμαι : στην παθητική φωνή το ρ. περιορίζεται κυρίως στη σημασία μετακινούμαι πάνω στο έδαφος με περιστροφική ή παρόμοια κίνηση (π.χ. κυλιέται μέσα στη λάσπη).
Εύχρηστη είναι η λόγια μτχ. ενεστώτα κυλιόμενος για σκάλα με μηχανισμό που κινείται «κυλώντας», για απεργία που κλιμακώνεται σταδιακά κτλ.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαμοκυλιέμαι — κυλιέμαι στο έδαφος: Τα παιδιά χαμοκυλιούνται και λερώνουν τα ρούχα τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • επαλινδούμαι — ἐπαλινδοῡμαι, έομαι (Α) καλύπτομαι καθώς κυλιέμαι, επικαλύπτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλινδούμαι «στριφογυρίζω, κυλιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • κυλώ — άω, μέσ. κυλιέμαι και κυλιούμαι 1. κινώ κάτι ή κινούμαι περιστροφικά πάνω σε μιαν επιφάνεια ή μέσα σε κάτι (α. «χαμαί στη γης εξάπλωσε, στα αίματα κυλίστη», Ερωτόκρ. β. «τα παιδιά κυλιούνται στην άμμο») 2. κάνω κάτι να κατρακυλήσει, να κυλήσει… …   Dictionary of Greek

  • προκαλινδούμαι — έομαι, Α κυλιέμαι, πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου, προσπίπτω («προκαλινδουμένη τῶν ποδῶν ἱκετεύης», Αρισταιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καλινδοῦμαι «κυλιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • συγκυλίνδομαι — και συγκυλινδοῡμαι, έομαι, Α (για τους επιρρεπείς στις ακολασίες και στις ηδονές) κυλιέμαι εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυλίνδομαι / οῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συναναφύρω — ΜΑ 1. ανακατεύω μαζί 2. παθ. συναναφύρομαι συναναστρέφομαι αρχ. (μέσ. παθ.) α) κυλιέμαι κάπου μαζί με άλλους β) μτφ. κυλιέμαι στη λάσπη, έχω επιλήψιμες συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναφύρω «αναμιγνύω, συγχέω, μιαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • χαμοκυλιέμαι — Ν κυλιέμαι στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι] ) + κυλιέμαι] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • διακονίομαι — (Α) [κονίομαι] 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. προετοιμάζομαι για αθλητικό αγώνα ή για τη μάχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”